Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι
η μετάλλαξη ενός «θεσμού» και η ταυτότητα μιας Πόλης
Τώρα, που κατέπεσε ο αχός του γλεντιού και η πόλη επανέρχεται στην καθημερινότητά της, είναι, νομίζω η ώρα της ψύχραιμης αξιολόγησης: πώς εξελίσσεται διαχρονικά το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι, πόσο επηρεάζει την ταυτότητα της πόλης, ποια κουλτούρα διαμορφώνει και εν τέλει, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να είναι δημιουργικό και ουσιαστικό για το Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες;
Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Καρναβάλι αποτελεί τη μαζικότερη εθελοντική πρωτοβουλία του Ρεθύμνου, στα πλαίσια της οποίας αφενός μεν είναι απτή η σύσφιγξη των σχέσεων των συμπολιτών μας, η επικοινωνία και η συντροφιά και αφετέρου ασφαλώς για κάποιες ημέρες του χρόνου τροφοδοτεί οικονομικά την αγορά της πόλης -και για την ακρίβεια ιδίως το τμήμα της, που αφορά τη διαμονή, την εστίαση και τη διασκέδαση- και αυτά, ασφαλώς, και είναι σημαντικά, ιδίως σε μια εποχή αποξένωσης, μοναξιάς, αλλά και οικονομικής καχεξίας. Κατά συνέπεια, είναι προφανές το θετικό πρόσημο, το οποίο δικαίως πιστώνεται στις Αρχές και τους ανθρώπους, που κοπιωδώς φέρνουν σε πέρας το δύσκολο εγχείρημα της φιλοξενίας χιλιάδων ανθρώπων στην πόλη, της οργάνωσης, διαφήμισης και διεκπεραίωσης μίας τέτοιας τάξης και απαιτήσεων διαδικασίας.
Αρκούν, ωστόσο, αυτά προκειμένου το Καρναβάλι να θεωρείται και να αποθεώνεται ως η κύρια και μάλιστα πολιτιστική [!!!] ετήσια εκδήλωση του Ρεθύμνου; Αναιρούνται λόγω του κύκλου εργασιών των ημερών αυτών τα προφανή προβλήματα και ερωτήματα; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ασφαλώς και όχι. Και τούτο για τρεις λόγους:
1. Διότι σε καμία περίπτωση το Καρναβάλι, ως εκδήλωση ξέφρενης και βραζιλιάνικου -κατ’ αντιγραφή- τύπου διασκέδασης, δεν μπορεί ν’ αποτελεί αυθεντικό και κύριο χαρακτηριστικό της ταυτότητας μίας πόλης, της οποίας το πρόταγμα διαχρονικά -υποτίθεται ότι- είναι η παράδοση, οι Τέχνες, η ιστορία και τα αξιοθέατά της. Τι από όλα αυτά άραγε ελκύει τους χιλιάδες επισκέπτες-καρναβαλιστές της πόλης, οι οποίοι, επισκέπτονται το Ρέθυμνο για μία ή δύο ημέρες προκειμένου απλώς να διασκεδάσουν εκτός ορίων και να εκτονωθούν, και ποια άποψη διαμορφώνουν για την ταυτότητα μίας πόλης, από την οποία, αποχωρώντας, δεν αντιλαμβάνονται καμία διαφορά με τα Μάλια, την Αγία Νάπα και το Φαληράκι της Ρόδου; Είναι, κατά συνέπεια, ξεκάθαρο ότι οι αποκριάτικες εκδηλώσεις συντείνουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας του Ρεθύμνου, άρα και στη συγκρότηση του τουριστικού της προϊόντος, μόνον όταν συνέχονται και συνδιαλέγονται με τη συνολική «προσωπικότητά» του και όχι όταν, εμβαλωματικά, και με όρους εμπορευματοποίησης αποσκοπούν στην αποκόμιση ενός πρόσκαιρου οικονομικού οφέλους, υποθηκεύοντας όμως την εικόνα και το περιεχόμενό του: είναι ολοφάνερο θεωρώ, ότι μόνον μία τέτοιου είδους ένταξη του Καρναβαλιού σε ένα συνολικό σχεδιασμό και μία στρατηγική αναβάθμισης της εικόνας του Ρεθύμνου θα δημιουργούσε ενδεχομένως, προστιθέμενη αξία για την πόλη και τους πολίτες.
2. Διότι, σε κάθε περίπτωση, υφίσταται ένα ζήτημα αισθητικής και περιεχομένου: αν ιστορικά οι καρναβαλικές εκδηλώσεις συμβολίζουν τον καθαρτήριο αποχωρισμό μας από τον κοινωνικό μας ρόλο και τη μετατροπή μας στο αντίθετο, στο άλλο, αλλά και σημειολογούν διαχρονικά, ως αυθεντική λαϊκή εκδήλωση, τη σάτιρα, την κριτική στην εξουσία και την ανατροπή των κατεστημένων, είναι δυνατόν ο σχολιασμός της επικαιρότητας στο Καρναβάλι του Ρεθύμνου να εξαντλείται -επιτυχημένα- στον Σήφη τον κροκόδειλο, όταν στο Καρναβάλι του Ντίσελντορφ οι ίδιοι οι Γερμανοί σατίρισαν την Καγκελάριό τους, την οποία ως άλλος Δαυίδ σημαδεύει με σφεντόνα ο πρωθυπουργός της Ελλάδας; Και δεν συνδέεται, άραγε, το έλλειμμα αυτό ως προς το περιεχόμενο με την προϊούσα απόλυτη εμπορευματοποίησή του Καρναβαλιού, που του προσδίδει, σε ικανό βαθμό, χαρακτηριστικά θεσμοθετημένης ετήσιας αρπαχτής;
3. Διότι η πόλη, αν και όφειλε και μπορούσε να το πράξει, δεν έχει αξιοποιήσει τον δυναμισμό, τον ενθουσιασμό και τον ανιδιοτελή εθελοντισμό της συμμετοχής χιλιάδων Ρεθεμνιωτών και μάλιστα κατεξοχήν νέων και δραστήριων ανθρώπων στην κατεύθυνση της καθ’ όλο το έτος αναβάθμισης του Ρεθύμνου και δη του τουριστικού μας προϊόντος: δεν είναι, νομίζω δύσκολο να συντονισθεί η δραστηριοποίηση των ομάδων του Καρναβαλιού, ώστε κάθε μία απ’ αυτές ν’ αναλάβει και να φέρει εις πέρας μία θεματική εβδομαδιαία δράση της πόλης, όπως παραδείγματος χάριν μία εβδομάδα κρητικής κουζίνας ή μία εβδομάδα κρητικής μουσικής. Ευχερώς αντιλαμβάνεται κανείς το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μίας τέτοιας συλλογικής δραστηριοποίησης, που θα αποτύπωνε την ευρύτερη συμβολή της καρναβαλικής δράσης στη βελτίωση και ανύψωση της πρότασης της πόλης προς τους επισκέπτες της, όρος που στο βαθμό που κατατείνει στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και στο υψηλό επίπεδο φιλοξενίας είναι θεμελιώδης για την καταξίωσή μας ως τουριστικού προορισμού, άρα και για την επιβίωση του Ρεθύμνου συνολικά.
Σε επίμετρο, θεωρώ αξιωματικά χρήσιμο οτιδήποτε στοχεύει στη διαφήμιση του Ρεθύμνου, στον πλουραλισμό των δράσεών του, στην ευημερία του τελικά: από την άποψη αυτή το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι είναι μία πραγματικότητα με αδιαμφισβήτητες θετικές προεκτάσεις. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι κάθε καλόπιστος Ρεθεμνιώτης δεν διαπιστώνει ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια διαφοροποίησης και επανασχεδιασμού του, ώστε να προσθέτει και να πολλαπλασιάζει στην ταυτότητα της πόλης της και όχι να τη διαιρεί ή να αφαιρεί από την αρχοντιά και την ιστορία της.
Όταν σαράντα χρόνια μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κρήτης με έδρα το Ρέθυμνο όλοι συνομολογούν ότι η ουσιαστική σύνδεση της τοπικής κοινωνίας με το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα του νησιού είναι ανεπαρκής -με ό,τι αυτό συνεπάγεται-, όταν ακόμη δεν έχουμε καταφέρει ν’ αναδείξουμε τον παγκόσμιο συμβολισμό του Αρκαδίου και να αναβαθμίσουμε τον ετήσιο εορτασμό του π.χ. με τη διοργάνωση ενός διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, δεν είναι δυνατόν να περηφανευόμαστε κατεξοχήν για τον επιτυχή ανταγωνισμό του Καρναβαλιού της Πάτρας ή εντός ολίγου ενδεχομένως και του Ρίο ντε Τζανέιρο. Γιατί τότε πρέπει, ταπεινά, να παραδεχθούμε ότι κληρονομήσαμε την πόλη των Γραμμάτων και των Τεχνών, αλλά επιλέξαμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας την πόλη των αγραμμάτων και των ατέχνων.